LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κυνηγετέω"
- κῠνηγετέω, Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. -ήσω (κυνηγέτης), I. κυνηγώ, καταδιώκω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., διώκω, καταδιώκω, σε Αισχύλ. II. κατατρύχω, όπως ένας κυνηγετικός σκύλος, σε Σοφ.