Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κυνέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κυνέω[ῠ], Επικ. παρατ. κύνεον· μέλ. κῠνήσομαι, έπειτα κύσω [ῠ], ποιητ. κύσσω· αόρ. αʹ ἐκύνησα, επίσης ἔκῠσα, Επικ. κύσα [ῠ], ἔκυσσα, κύσσα· 1. ασπάζομαι, φιλώ, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ. 2. προσκυνέω, σε Ευρ.