LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κυκεών"
- κῠκεών, -ῶνος, ὁ, αιτ. κυκεῶνα, Επικ. συντετ. κυκεῶ και Επικ. κυκεῶ· (κυκάω)· I. αναμεμειγμένο ποτό, φίλτρο, κούπα, κύπελο, φτιαγμένο από κριθάλευρο, τριμμένο τυρί και κρασί, σε Όμηρ. II. μεταφ., λέγεται για κάθε μείγμα, σύγκραμα, ανακάτωμα, σε Λουκ.