LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κυδάλιμος"
- κυδάλιμος[ᾰ], -ον (κῦδος), ένδοξος, φημισμένος, εκπληκτικός, τιμημένος, αγλαός, σε Όμηρ.