Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κυβερνάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κῠβερνάω, μέλ. -ήσω, Λατ. gubernare, 1. διευθύνω, καθοδηγώ, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· απόλ., ενεργώ ως κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, σε Αριστοφ. 2. μεταφ., άρχω, εξουσιάζω, κυβερνώ, σε Πίνδ., Σοφ.