LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κυβεία"
- κῠβεία, ἡ (κυβεύω), παίξιμο των κύβων, ζάρια, σε Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., ταχυδακτυλουργία, δεξιοτεχνία, απάτη, τέχνασμα, σε Κ.Δ.

