Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κτῆνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κτῆνος, -εος, τό (κτάομαι), 1. κυρίως στον πληθ. κτήνεα, συνηρ. κτήνη, σμήνη και κοπάδια, ο συνδυασμός των οποίων στα αρχαία χρόνια συνιστούσε ευπορία, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ηρόδ. 2. στον ενικ., λέγεται για ένα μόνο ζώο, όπως βόδι ή πρόβατο, σε Ηρόδ., Ξεν.· ζώο για ίππευση, Λατ. jumentum, σε Κ.Δ.