Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κτῆμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κτῆμα, -ατος, τό (κτάομαι), 1. οτιδήποτε αποκτημένο, μέρος περιουσίας, κτήση, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· λέγεται για δούλο, παλαιὸν οἴκων κτ., σε Ευρ. 2. στον πληθ., κτήσεις, περιουσία, πλούτος, σε Όμηρ.· ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις, που πέφτεις σε ευημερία, δηλ. στους πλουσίους, σε Σοφ.