Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κτενίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κτενίζω, μέλ. -σω (κτείς), χτενίζω, κουράρω άλογα, σε Ευρ.Μέσ., κτενίζεσθαι κόμας, χτενίζω τα μαλλιά μου, σε Ηρόδ.