LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κτείς"
- κτείς, κτενός, ὁ, χτένα, Λατ. pecten· ιδίως, 1. χτένι στον αργαλειό (λάκκο), που ξεχωρίζει τα νήματα του στημονιού, σε Ανθ. 2. τσουγκράνα, στον ίδ. 3. στον πληθ., δάχτυλα, τα οποία διαχωρίζονται όπως τα δόντια της χτένας, σε Αισχύλ.