Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κτείνω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κτείνω (√ΚΤΕΝ ή ΚΤΑΝΙων. παρατ. κτείνεσκε· μέλ. κτενῶ, Ιων. κτενέω· αόρ. αʹ ἔκτεινα, αόρ. βʹ ἔκτᾰνον, παρακ. ἔκτονα, έπειτα ἐκτάνθην, σε Ανθ.· Επικ. τύποι (όπως αν προερχόταν από το *κτῆμι), γʹ ενικ. και πληθ. συγκοπτ. αορ. βʹ ἔκτᾰ, ἔκτᾰν· αʹ πληθ. υποτ. κτέωμεν, απαρ. κτάμεν, κτάμεναι [ᾰ], μτχ. κτάς· επίσης Μέσ. αόρ. βʹ (με Παθ. σημασία) ἐκτάμην, απαρ. κτάσθαι, μτχ. κτάμενος· σκοτώνω, φονεύω, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για ζώα, σφάζω, στον ίδ.· οὖτίς με κτείνει δόλῳ, αναζητά να με σκοτώσει (η δύναμη του ενεστ. χρόνου), σε Ομήρ. Οδ.· ὁ κτανών, φονιάς, δολοφόνος, σε Αισχύλ.· οἱ κτανόντες, στον ίδ.· καταδικάζω σε θάνατο βάσει νόμου, σε Θουκ., Πλάτ.· στην Αττ. τα θνῄσκω ή ἀποθνῄσκω χρησιμ. για την Παθ.
κτείνωμι, Επικ. υποτακτ. του κτείνω.