Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κτίσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κτίσις[ῐ], -εως, (κτίζω1. ίδρυση, θεμελίωση, ἀποικιῶν, σε Ισοκρ. κ.λπ. 2. όχι ακριβώς = πρᾶξις, πράξη, ενέργεια,σε Πίνδ. 3. η Κτίση, η δημιουργία του σύμπαντος, στον ίδ. II. 1. αυτό που έχει δημιουργηθεί, δημιούργημα, πλάσμα, στο ίδ. 2. δημιουργημένη αρχή ή ορισμένη, στο ίδ.