Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κτέανον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κτέᾰνον, τό (κτάομαι), 1. = κτῆμα, σε Πίνδ. 2. κυρίως στον πληθ. κτέανα, περιουσία, αποκτήματα, κτήσεις, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.