Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κτάομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κτάομαι, Ιων. κτέομαι· μέλ. κτήσομαι και κεκτήσομαι, αόρ. αʹ ἐκτησάμην, Επικ. κτησάμην· παρακ. κέκτημαι και ἔκτημαι, Ιων. γʹ πληθ. ἐκτέαται, ευκτ. κεκτῄμην ή κεκτῴμην· υπερσ. ἐκεκτήμην και κεκτήμην, Ιων. γʹ πληθ. ἔκτεατο· αποθ., I. στον ενεστ., παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ. 1. α) προμηθεύομαι για τον εαυτό μου, αποκτώ, κερδίζω, κατέχω, σε Όμηρ.· κτήσασθαι βίον ἀπό τινος, κερδίζω το μεροκάματό μου από κάτι, σε Ηρόδ.· κ.χάριν, κερδίζω την εύνοια, σε Σοφ.· κ. φίλους, ἑταίρους, στον ίδ. β) λέγεται για δεινά, δυστυχίες, επιφέρω, επισύρω, υφίσταμαι, προκαλώ, στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· κ. τινα πολέμιον, τον καθιστώ τέτοιο, σε Ξεν. 2. προμηθεύομαι ή αποκτώ για κάποιον άλλο, ἐμοὶ ἐκτήσατο κεῖνος, σε Ομήρ. Οδ. II. στον παρακ. και υπερσ. με μέλ. κεκτήσομαι, έχω αποκτήσει, δηλ. κατέχω, έχω, διαθέτω, κρατώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· κεκτ. τινα σύμμαχον, σε Ευρ.· λέγεται για δεινά, κεκτ. κακά, σε Σοφ., Ευρ.· ὁ κεκτημένος, ιδιοκτήτης, κάτοχος, κύριος, ως ουσ., ὁ ἐμοῦ κ., σε Ευρ.· λέγεται για τον αφέντη και κύριο γυναίκας, σε Ευρ. III. Παθ. αόρ. αʹ ἐκτήθην, με Παθ. σημασία, αποκτώμαι, στον ίδ., σε Θουκ.