Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κρύσταλλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κρύσταλλος, (κρύος), I. πάγος, παγετώδες ψύχος, κρύο, Λατ. glacies, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. II. , κρυστάλλινος, διαυγής, καθαρό φυσικό κρύσταλλο, σε Ανθ.