LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κρύπτω"
- κρύπτω, Ιων. παρατ. κρύπτασκε· μέλ. κρύψω, αόρ. αʹ ἔκρυψα, Επικ. κρύψα· μεταγεν. αόρ. βʹ ἔκρῠβον, παρακ. κέκρῠφα — Μέσ., μέλ. κρύψομαι, αόρ. αʹ ἐκρυψάμην — Παθ., μέλ. κρῠφήσομαι και κεκρύψομαι· αόρ. αʹ ἐκρύφθην, Επικ. κρ-· μτχ. αορ. βʹ κρῠφείς· παρακ. κέκρυμμαι, Ιων. γʹ πληθ. κεκρύφαται· I. 1. κρύβω, καλύπτω, αποκρύπτω, σε Όμηρ., Αττ. — Μέσ., κάρα κρυψάμενος, έχοντας καλύψει το κεφάλι του, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος, λέγεται για τους διάττοντες αστέρες, σε Ησίοδ., Ευρ. 2. κρύβω στη γη, θάβω, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ. 3. κρύβω, καλύπτω, κρατώ κρυφό, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. — Παθ., μτχ. παρακ. κεκρυμμένος, κρυμμένος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. 4. με διπλή αιτ., αποκρύπτω κάτι από κάποιον, μή με κρύψῃς τοῦτο, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος, σε Σοφ.