Αποτελέσματα για: "κρόκη"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
κρόκη, ἡ, επίσης (όπως αν προερχόταν από ονομ. *κρόξ), ετερόκλ. αιτ. κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες, σε Ανθ.· (κρέκω)· 1. κλωστή που περνάει ανάμεσα στα νήματα του στημονιού (στήμων, tela), υφαδι, Λατ. subtemen, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. κροκύς, κουβάρι, νήμα ή χνούδι μάλλινου ρούχου, ρούχο με κατσαρό μαλλί (χνούδι), σε Αριστοφ.· στον πληθ., μαλακαῖς κρόκαις, με ρούχα από μαλακό μαλλί, σε Πίνδ.· κροκαῖσι, με μάλλινα νήματα, σε Σοφ.
-
κροκήϊος, -η, -ον, Επικ. αντί κρόκεος, σε Ομηρ. Ύμν.