LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κρούω"
- κρούω, μέλ. -σω, παρακ. κέκρουκα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐκρουσάμην — Παθ., παρακ. κέκρουμαι ή -ουσμαι· 1. χτυπώ, πλήττω· χτυπώ το ένα με το άλλο, κρ. χεῖρας, χτυπώ τα χέρια, σε Ευρ.· κρ. τὰ ὅπλα πρὸς ἄλληλα, σε Θουκ. κ.λπ.· κρ. τὸν πόδα (δηλ. κρ. τὴν γῆν τῷ ποδί) στον χορό, σε Ευρ. 2. κέραμον κρούειν, χτυπώ, τρυπώ (πήλινο) αγγείο για να δοκιμάσω αν είναι ραγισμένο· απ' όπου εξετάζω, αποδεικνύω, σε Πλάτ. 3. χτυπώ τη λύρα με το πλήκτρο, στον ίδ. 4. κρούειν τὴν θύραν, χτυπώ την πόρτα από έξω, σε Ξεν. κ.λπ. 5. ως ναυτικός όρος στη Μέσ., κρούεσθαι πρύμναν, όπως το ἀνακρούεσθαι, κινώ προς τα πίσω, σε Θουκ.

