LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κριτής"
- κρῐτής, -οῦ, ὁ (κρίνω), 1. δικαστής, κριτής, αυτός που αποφασίζει, διαιτητής, σε Ηρόδ., Θουκ.· στην Αθήνα, λέγεται για τους κριτές στους ποιητικούς διαγωνισμούς, σε Αριστοφ. 2. κρ. ἐνυπνίων, ερμηνευτής ονείρων, σε Αισχύλ.