LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κρηπίς"
- κρηπίς, -ῖδος, ἡ, I. είδος ανδρικού παπουτσιού, σε Ξεν.· κρηπῖδες, στρατιωτικές μπότες, δηλ. οι ίδιοι οι στρατιώτες, πολεμιστές. II. 1. γενικά, θεμελίωση, βάση, λέγεται για ναό ή βωμό, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· μεταφ., κρηπὶς σοφῶν ἐπέων, σε Πίνδ.· οὐδέπω κρηπὶς κακῶν ὕπεστι, δεν φτάσαμε ακόμα στον πάτο της δυστυχίας, σε Αισχύλ.· ἡ ἐγκράτεια ἀρετῆς κρηπίς, η αυτοσυγκράτηση είναι το θεμέλιο της αρετής, σε Ξεν. 2. περιτειχισμένη άκρη ποταμού, αποβάθρα, προκυμαία, μουράγιο, Λατ. crepῑdo, σε Ηρόδ.

