LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κρεμαστός"
- κρεμαστός, -ή, -όν, κρεμασμένος, μετέωρος, απαγχονισμένος, κρ. αὐχένος, κρεμασμένος από το λαιμό, σε Σοφ.· με γεν., επίσης κρεμασμένος από ή σε κάτι, σε Ευρ.· κρεμαστὴ ἀρτάνη, δηλ. θηλιά, βρόχος, σε Σοφ.· ομοίως, βρόχοι κ., σε Ευρ.