Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κρατύνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κρᾰτύνω [ῡ], Επικ. καρτ-, μέλ. -ῠνῶ, (κράτος), I. 1. ενισχύω, ισχυροποιώ, σε Ηρόδ., Θουκ.Μέσ. ἐκαρτύναντο φάλαγγας, ενίσχυσαν, ενδυνάμωσαν τις τάξεις τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, στον Θουκ.Παθ., ενισχύομαι, γίνομαι ισχυρός, σε Ηρόδ. 2. σκληραίνω, τοὺς πόδας, σε Ξεν. II. 1. κρατέω, κυβερνώ, εξουσιάζω, με γεν., σε Σοφ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Αισχύλ.· απόλ., στον ίδ., Σοφ. κ.λπ. 2. γίνομαι κυρίαρχος, αποκτώ την κατοχή, με γεν., σε Σοφ.· με αιτ., βασιληΐδα τιμὰνκρ., έχω, εξασκώ, σε Ευρ. III. καρτύνειν βέλεα, χειρίζομαι ή τα ρίχνω με δύναμη, σε Πίνδ.