Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κρατήρ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κρᾱτήρ, Ιων. και Επικ. κρητήρ, -ῆρος, (κεράννυμι), I. 1. αγγείο για ανάμειξη, ιδίως, μεγάλο και ευρύ αγγείο μέσα στο οποίο ανακάτευαν νερό με κρασί και μέσω του οποίου γεμίζονταν τα κύπελα, σε Όμηρ. κ.λπ.· οἶνον δ' ἐκ κρητῆρος ἀφυσσάμενοι δεπάεσσιν ἔκχεον, σε Ομήρ. Ιλ.· πίνοντες κρητῆρας, πίνοντας γαβάθες με κρασί, στο ίδ.· κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον, δίνω μια γαβάθα κρασί πίνοντας προς τον εορτασμό της απελευθέρωσης, στο ίδ.· ἐπιστέψασθαι ποτοῖο, βλ. ἐπιστέφω. 2. μεταφ., κρατῆρα πλήσας κακῶν, έχοντας γεμίσει μια γαβάθα με θρήνους, σε Αισχύλ. II. κάθε κυπελλόσχημη κοιλότητα, γούρνα σε βράχο, σε Σοφ., Πλάτ.
κρᾱτηρίζω, μέλ. -ίσω, πίνω από γαβάθα με κρασί, σε Δημ.