Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κρατέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κρατέω, μέλ. -ήσωΠαθ., μέλ. κρατηθήσομαι· (κράτος)· είμαι δυνατός, ισχυρός, κραταιός· απ' όπου I. 1. απόλ., άρχω, κατέχω εξουσία, κυβερνώ, σε Όμηρ., Τραγ.· ἡ κρατοῦσα, η κυρία του σπιτιού, σε Αισχύλ. 2. με δοτ., άρχω μεταξύ, κρατέεις νεκύεσσιν, σε Ομήρ. Οδ. 3. με γεν., είμαι κύριος ή αφέντης, εξουσιάζω, πάντων, σε Όμηρ.· δωμάτων, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. 1. κατακτώ, κυριαρχώ, παίρνω το «πάνω χέρι», σε Ηρόδ., Αττ.· κρ. γνώμῃ, επικρατώ στο πνεύμα, σε Ηρόδ.· τῇ μάχῃ, σε Ευρ. κ.λπ.· επίσης με σύστ. αντ., κρ. τὸν ἀγῶνα, σε Δημ.· οἱ κρατοῦντες, οι κατακτητές κυρίαρχοι, σε Ξεν.· λέγεται για αναφορές, φήμες, ειδήσεις κ.λπ., επικρατώ, γίνομαι κοινός, σε Σοφ., Θουκ. 2. απρόσ., κατθανεῖν κρατεῖ, είναι καλύτερο να πεθάνει, σε Αισχύλ.· κρατεῖ ἀπολέσθαι, σε Ευρ. 3. με γεν., επικρατώ πάνω σε, σε Αισχύλ.· ὁ λόγος τοῦ ἔργου ἐκράτει, ξεπέρασε, υπερείχε αυτού, σε Θουκ. 4. με αιτ., κατακτώ, διευθύνω, διαφεντεύω, υπερτερώ, υπερέχω, σε Πίνδ., Αττ.Παθ., κατακτιέμαι, σε Ηρόδ., Αττ. III. γίνομαι αφέντης του, αποκτώ την κυριότητα, τῆς ἀρχῆς, σε Ηρόδ.· τῆς γῆς, σε Θουκ. IV. 1. λαμβάνω, πιάνω, τῆς χειρός, σε Κ.Δ. 2. με αιτ. πράγμ., καταλαμβάνω, κυριεύω και κρατώ κάτι γερά, θρόνους, σε Σοφ., Ξεν. V. διοικώ, κυβερνώ, διατάζω, επιστατώ, σε Αισχύλ.