Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κρίσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κρίσις[ῐ], -εως, (κρίνω), I. χωρισμός, ικανότητα προς διάκριση, σε Αριστ.· επιλογή, εκλογή, στον ίδ. II. 1. απόφαση, κρίση, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· κρ. οὐκ ἀληθής, μη βέβαια μέσα, μη ορθοί τρόποι κρίσης, σε Σοφ. 2. με νομική σημασία, δικαστικός αγώνας, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· αποτέλεσμα δίκης, καταδίκη, σε Ξεν. 3. δοκιμασία ικανοτήτων, τόξου, στην τοξοβολία, σε Σοφ. 4. διαμάχη, περί τινος, σε Ηρόδ. III. αποτέλεσμα ή έκβαση πράγματος, κρίσιν ἔχειν, να αποφασιστεί, λέγεται για πόλεμο, σε Θουκ.