Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κρίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κρίνω[ῑ], Επικ. γʹ υποτ. κρίνησι· μέλ. κρῐνῶ, Επικ. κρῐνέω· αόρ. αʹ ἔκρῑνα, παρακ. κέκρῐκαΜέσ., μέλ. κρῐνοῦμαι (με Παθ. σημασία)· αόρ. αʹ ἐκρινάμηνΠαθ., μέλ. κρῐθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκρίθην [ῐ], Επικ. ἐκρίνθην, παρακ. κέκρῐμαι, απαρ. κεκρίσθαι· Λατ. cerno, I. ξεχωρίζω, διαχωρίζω, διαμοιράζω, διακρίνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. II. διαλέγω, εκλέγω, επιλέγω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.Μέσ., διαλέγω για τον εαυτό μου, επιλέγω, σε Όμηρ. — Παθ., διαλέγομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· μτχ. παρακ. και αορ. αʹ κεκριμένος, κριθείς, εκλεγμένος, διαλεχτός, σε Όμηρ. III. 1. αποφασίζω αγώνα, στον ίδ., Ηρόδ. κ.λπ.· σκολιὰς κρίνειν θέμιστας, εξάγω στρεβλές αποφάσεις, δηλ. κρίνω άδικα, σε Ομήρ. Ιλ.· κρίνουσι βόῃ καὶ οὐ ψήφῳ, αποφάσισαν μέσω φωνών και όχι με ψηφοφορία, σε Θουκ.· αποφασίζω αγώνα για βραβείο, σε Σοφ. κ.λπ.· κρ. τὰς θεάς, κρίνω σχετικά με τον αγώνα τους, δηλ. αποφαίνομαι, αποτιμώ, σε Ευρ.Παθ. και Μέσ., λέγεται για πρόσωπα, αποφασίζω σχετικά με διαγωνισμό, καταλήγω, γνωμοδοτώ, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. αποφαίνομαι για, κρίνω, επιδικάζω, κατακυρώνω, κράτος τινί, σε Σοφ. 3. εκτιμώ, υπολογίζω, πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων (αὐτόν), κρίνοντάς τον βάσει του εαυτού μου, σε Δημ.Παθ., ἴσον παρ' ἐμοὶ κέκριται, σε Ηρόδ. 4. ερμηνεύω, αναλύω όνειρα, στον ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ. 5. με αιτ. και απαρ., αποφασίζω ή κρίνω ότι, σε Ηρόδ., Αττ. 6. με απαρ. μόνο, αποφασίζω να κάνω κάτι, σε Κ.Δ. IV. 1. αμφισβητώ, σε Σοφ. 2. κατηγορώ, προσάγω σε δίκη, σε Ξεν. κ.λπ.Παθ., προσάγομαι σε δίκη, σε Θουκ. κ.λπ. 3. καταδικάζομαι, κατακρίνομαι, σε Σοφ., Δημ.