LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κρίζω"
- κρίζω, αόρ. βʹ ἔκρῐκον, Επικ. κρίκον· παρακ. κέκρῑγα· (από τη √ΚΡΙΓ)· I. τρίζω, Λατ. stridere, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για πρόσωπα, στριγκλίζω, σκούζω, σε Αριστοφ.