LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κρέας"
- κρέας, τό, Δωρ. κρῆς· Αττ. γεν. κρέω· πληθ. κρέᾰ, γεν. κρεῶ, Επικ. κρειῶν και κρεάων· δοτ. κρέασι, Επικ. επίσης· 1. κρέας, σάρκα, κομμάτι κρέατος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· τρία κρέα ἢ καὶ πλέα, σε Ξεν.· επίσης με περιληπτική σημασία, παρασκευασμένο κρέας, μαγειρεμένο κρέας ως έδεσμα, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. σώμα, άνθρωπος, ὦ δεξιώτατον κρέας, σε Αριστοφ.