Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κράτος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κράτος[ᾰ], Ιων. και Επικ. κάρτος, -εος, τό· I. 1. δύναμη, ισχύς, σε Όμηρ., Αττ.· κατὰ κράτος, με όλη τη δύναμη ή ισχύ κάποιου, πάση δυνάμει, με κάθε δύναμη, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ. 2. προσωποπ., Ισχύς, Δύναμη, σε Αισχύλ. II. 1. γενικά, δύναμη, εξουσία, σε Όμηρ.· διακυβέρνηση, εξουσία, αρχή, σε Ηρόδ., Αττ. 2. με γεν., αρχή πάνω σε κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., ἀστραπᾶν κράτη νέμων, σε Σοφ. 3. λέγεται για πρόσωπα, αρχή, αρχή εξουσίας, σε Αισχύλ. III. υπεροχή, υπέρτερη δύναμη, κυριαρχία, σε Όμηρ., Αττ.· κρ.ἀριστείας, το έπαθλο της μέγιστης ανδρείας, σε Σοφ.
κρᾱτός, γεν. του κράς.