Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κράτιστος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κράτιστος[ᾰ], , -ον, Επικ. κάρτ-, υπερθ. σχηματισμένος από το κρατύς· (κράτοςI. 1. ο ισχυρότερος, ο δυνατότερος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· Λημνίων τὸ κρ., οι καλύτεροι από τους άνδρες τους, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, καρτίστη μάχη, η πιο βίαιη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. 2. γενικά, καλύτερος, ο πλέον εξαίρετος ως υπερθ. του ἀγαθός, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ. 3. οἱ κράτιστοι, όπως το οἱ βέλτιστοι, λέγεται για την αριστοκρατία, σε Ξεν. 4. ουδ. πληθ. κράτιστα, ως επίρρ., πολύ καλά, στον ίδ.· ο εν χρήσει συγκρ. είναι κρείσσων, βλ. αυτ.