Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κράς"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
κράς, ποιητ. τύπος του κάρα, που βρίσκεται στη γεν. τῆς κρᾱτός, δοτ. κρᾱτί, αιτ. κρᾱτα· πληθ., γεν. κράτων, δοτ. κρᾱσίν, Επικ. κράτεσφι, αιτ. κρᾱτας· επίσης κρᾱτα, τό, ως ονομ. και αιτ., σε Σοφ. Στον Όμηρ. έχουμε επίσης μια επιτετ. γεν. και δοτ. κράᾰτος, κράᾰτι, πληθ. ονομ. κράᾰτα· I. κεφάλι, σε Όμηρ., Τραγ.· ἐπὶ κρατὸς λιμένος, στην κορυφή ή στο τελευταίο άκρο του λιμανιού, σε Ομήρ. Οδ. II. Η αρχ. γεν. κρῆθεν χρησιμ. στη φράση κατὰ κρῆθεν, κάτω από το κεφάλι, από την κορυφή, στο ίδ., Ησίοδ.· απ' όπου, όπως το penitus, από το κεφάλι στα πόδια (από την κορφή ως τα νύχια), ολωσδιόλου, εξολοκλήρου, Τρῶας κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος, σε Ομήρ. Ιλ.
κρᾶσις, -εως, (κεράννυμι), 1. ανακάτεμα, ανάμειξη, συνδυασμός, σε Αισχύλ., Πλάτ. 2. θερμοκρασία αέρα, Λατ. temperies, σε Πλάτ. 3. μεταφ., συνδυασμός, συνένωση, στον ίδ. 4. στη Γραμματική, κράση, δηλ. συνδυασμός δύο συλλαβών σε ένα μακρύ φωνήεν ή δίφθογγο, π.χ. τοὔνομα αντί τὸ ὄνομα, ἀνήρ αντί ὁ ἀνήρ.
κράσπεδον, τό, άκρη, όριο, κράσπεδο ή παρυφή κάποιου πράγματος, στρίφωμα, ιδίως, λέγεται για ρούχο, σε Θεόκρ.· κυρίως στον πληθ., σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., επίσης στον πληθ. οι παρυφές βουνού, σε Ξεν.· πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου, στα άκρα του στρατοπέδου, σε Ευρ.
κρασπεδόομαι, Παθ., βρίσκομαι στο όριο ή στην άκρη, σε Ευρ.