Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κοῦφος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κοῦφος, , -ον, I. 1. ελαφρύς, ευκίνητος, σε Τραγ.· χρησιμ. από τον Όμηρ. μόνο στο ουδ. πληθ. ως επίρρ., κοῦφα προβιβάς, πατώντας ελαφρά πάνω σε, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., κουφότεροι φρένες, αρκετά ζωηρές, σε Πίνδ. 2. μεταφ. επίσης, ελαφρύς, εύκολος, σε Αισχύλ., Ξεν. 3. άδειος, κενός, μάταιος, ανύπαρκτος, ασήμαντος, σε Σοφ., Θουκ. 4. ελαφρύς ως προς το βάρος, αντίθ. προς το βαρύς, σε Πλάτ. κ.λπ.· κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσαι, μακάρι η γη να πέσει ελαφρά πάνω σου, sit tibi terra levis, σε Ευρ.· λέγεται για στρατιώτες, ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὅπλοις, σε Ξεν. II. 1. επίρρ. -φως, ανάλαφρα, ευκίνητα, σε Αισχύλ.· κ. ἐσκευασμένοι, λέγεται για στρατιώτες, σε Θουκ., Ξεν. 2. μεταφ., ανάλαφρα, ελαφρά τη καρδία, κουφότερον μετεφώνεε, σε Ομήρ. Οδ.· κούφως φέρειν, υποφέρω με ευκολία, σε Ευρ.· ὡς κουφότατα φέρειν, σε Ηρόδ. 3. εύκολα, ελαφρά, σε Αισχύλ.