LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κοῦρος"
- κοῦρος, ὁ, Ιων. αντί κόρος, αγόρι, νέος, σε Όμηρ.
- κουροσύνη, Δωρ. κωρ-, ἡ (κοῦρος), νεότητα, νεανική ακμή, σε Ανθ.· ευθυμία, ευδιαθεσία, σε Θεόκρ.
- κουρόσῠνος, -η, -ον (κοῦρος), νεανικός, σε Ανθ.