Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κοῦρος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
κοῦρος, , Ιων. αντί κόρος, αγόρι, νέος, σε Όμηρ.
κουροσύνη, Δωρ. κωρ-, (κοῦρος), νεότητα, νεανική ακμή, σε Ανθ.· ευθυμία, ευδιαθεσία, σε Θεόκρ.
κουρόσῠνος, , -ον (κοῦρος), νεανικός, σε Ανθ.