Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κουρά"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κουρά, -ᾶς, Ιων. κουρή, (κείρω), I. κουρά ή κούρεμα των μαλλιών, σε Ηρόδ., Ευρ. II. αποκομμένος βόστρυχος, σε Αισχύλ.