Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κου"

Βρέθηκαν 30 λήμματα [1 - 20]
κοῦ, κου, Ιων. αντί ποῦ, που.
κουλεόν, Ιων. αντί κολεόν.
κουρά, -ᾶς, Ιων. κουρή, (κείρω), I. κουρά ή κούρεμα των μαλλιών, σε Ηρόδ., Ευρ. II. αποκομμένος βόστρυχος, σε Αισχύλ.
κουρεῖον, τό (κουρεύς), κουρείο, κατάστημα κουρέα, μπαρμπέρικο, σε Αριστοφ.
κουρεύς, -έως, (κείρω), κουρέας, κομμωτής, Λατ. tonsor, σε Πλάτ., Ανθ. κ.λπ.
κουρεύτρια, , θηλ. του κουρεύς, σε Πλούτ.
κούρη, I. Ιων. αντί κόρη. II. κουρή, Ιων. αντί κουρά.
κουρήϊος, , -ον, Ιων. αντί κόρειος, νεανικός, σε Ομηρ. Ύμν.
κούρητες, -ων, οἱ (κόρος, κοῦρος), I. νεαροί άνδρες, ιδίως, νέοι πολεμιστές, σε Ομήρ. Ιλ. II. Κούρητες, οἱ, οι Κουρήτες, οι παλιότεροι κάτοικοι στα Πλεύρα της Αιτωλίας, σε Ομήρ. Ιλ.
κουρίας, -ου, (κουρά), κάποιος με κοντά μαλλιά, σε Λουκ.
κουριάω, μέλ. -άσω (κουρά), λέγεται για τα μαλλιά, έχω ανάγκη από κούρεμα, σε Λουκ.
κουρίδιος, , -ον (κοῦρος, κούρη), I. παντρεμένος, λέγεται για τον σύζυγο (κουρίδιος πόσις) ή για τη σύζυγο (κουριδίη ἄλοχος), σε Όμηρ.· ιδίως, νόμιμη, έγγαμη γυναίκα, αντίθ. προς το μαιτρέσα, παλλακίδα, στον ίδ., Ηρόδ.· απ' όπου, λέχος κουρίδιον, το νόμιμο νυφικό κρεβάτι μας, σε Ομήρ. Ιλ.· κ.δῶμα, το σπίτι του συζύγου. II. έπειτα, νυφικός, γαμήλιος, σε Αριστοφ., Ανθ.
κουρίζω (κόρος, κοῦρος), αμτβ., I. είμαι νέος, σε Ομήρ. Οδ. II. μτβ., ανατρέφω από την παιδική ηλικία, σε Ησίοδ.
κούριμος, , -ον (κουρά), I. αυτός που αναφέρεται στο κόψιμο των μαλλιών, σε Ευρ. II. 1. Παθ., είμαι κουρευμένος, σε Αισχύλ., Ευρ. 2. κομμένος, κρᾶτα, σε Ευρ.
κουρίξ, επίρρ. (κουρά), από τα μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ.
κουρο-βόρος, -ον (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει παιδιά, σε Αισχύλ.
κοῦρος, , Ιων. αντί κόρος, αγόρι, νέος, σε Όμηρ.
κουροσύνη, Δωρ. κωρ-, (κοῦρος), νεότητα, νεανική ακμή, σε Ανθ.· ευθυμία, ευδιαθεσία, σε Θεόκρ.
κουρόσῠνος, , -ον (κοῦρος), νεανικός, σε Ανθ.
κουρότερος, , -ον, συγκρ. του κοῦρος, νεότερος, περισσότερο νέος, σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται κυρίως ως θετικός.