Αποτελέσματα για: "κοτύλη"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
κοτύλη[ῠ], ἡ, 1. κύπελο, σε Όμηρ. 2. το κοίλωμα αρθρώσεων των οστών, ιδίως, λέγεται για τον μηρό, σε Ομήρ. Ιλ. 3. υγρό μέτρησης, που περιείχε έξι κυάθους, δηλ. περίπου το μισό των 586 γρ. (μιας πίντας), σε Αριστοφ., Θουκ.
-
κοτῠληδών, -όνος, ἡ, οποιαδήποτε κοιλότητα έχει το σχήμα κυπέλου. I. 1. στον πληθ., οι μυζητικές θηλές (πλεκτάναι) στο χταπόδι, στον πολύποδα, σε Ομήρ. Οδ.· στην Επικ. δοτ. πληθ. κοτυληδονόφιν. 2. = κοτύλη 2, κοίλωμα μηρού, σε Αριστοφ.
-
κοτῠλ-ήρῠτος, -ον (ἀρύω), αυτό που μπορεί να αντληθεί σε κύπελλα, δηλ. που ρέει αδιάκοπα, που κυλά άφθονα, σε Ομήρ. Ιλ.