Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κοτέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κοτέω, μτχ. παρακ. κεκοτηώςΜέσ., κοτέομαι, Επικ. μέλ. κοτέσσομαι, γʹ ενικ. αορ. αʹ κοτέσσατο· (κότος)· κρατώ κακία σε κάποιον, με γεν. ἀπάτης κοτέων, οργισμένος με το τέχνασμα, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., είμαι θυμωμένος, σε Όμηρ.