Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κορώνη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κορώνη, , Λατ. cornix, I. 1. καλιακούδα ή θαλάσσιο κοράκι, είδος μικρού κόρακα με κόκκινα πόδια και ράμφος, σε Ομήρ. Οδ. 2. κόραξ, κόρακας, σε Ησίοδ., Αριστοφ. II. οτιδήποτε γαμψοειδές ή καμπυλωτό, όπως το ράμφος του κόρακα. 1. χερούλι πόρτας, σε Ομήρ. Οδ. 2. άκρο τόξου, στο οποίο δένεται η χορδή, σε Όμηρ.· μεταφ., βιῷ κορώνην ἐπιθεῖναι, τερματίζω την ζωή, σε Λουκ.