LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κορύνη"
- κορύνη, ἡ (κόρυς), ρόπαλο, σκήπτρο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ραβδί βοσκού, σε Θεόκρ. (ῠ στον Όμηρ.· ῡ στον Ευρ.).
- κορῠνήτης, -ου, ὁ, ραβδούχος, ροπαλοφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.
- κορυνη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει ρόπαλο· κορυνοφόροι, οἱ, ραβδούχοι, σωματοφύλακες του Πεισίστρατου, σε Ηρόδ.