LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κορυφόω"
- κορῠφόω, μέλ. -ώσω (κορυφή), I. φέρνω σε αποκορύφωση — Παθ., (κῦμα) κορυφοῦται, υψώνεται σε καμπυλωτή κορυφή, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι, οι βασιλιάδες βρίσκονται στο αποκορύφωμα, σε Πίνδ. II. φέρνω εις πέρας, ολοκληρώνω, τελειώνω, περατώνω, σε Πλούτ. — Παθ., κορυφούμενος, έχοντας ανακεφαλαιωθεί, σε Ανθ.