Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κορυφή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κορῠφή, (κόρυς), I. κεφάλι, κορυφή, ανώτατο σημείο, απ' όπου· 1. η κορυφή ή το πάνω μέρος του κεφαλιού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. 2. η κορυφή, το υψηλότερο σημείο του βουνού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αισχύλ. II. 1. μεταφ., το ύψιστο σημείο, Λατ. summa, παντὸς ἔχει κορυφάν, είναι το καλύτερο απ' όλα, σε Πίνδ.· κορυφὰ λόγων προτέρων, η ουσία, η αληθινή σημασία των παλιών μύθων, στον ίδ. 2. το ύψος ή η εξοχότητα κάποιου πράγματος, δηλ. το εκλεκτότερο, ευγενέστερο, άριστο, στον ίδ.