Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κομψός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κομψός, , -όν (κομέω), I. 1. καλοντυμένος, Λατ. comptus· απ' όπου, όμορφος άνθρωπος, Λατ. bellus homo, σε Αριστοφ. 2. ευπρεπής, ευφυής, πνευματώδης, φινετσάτος, λεπτός, εξευγενισμένος, λέγεται για πρόσωπα και τα λόγια τους, στον ίδ.· κ. περί τι, έξυπνος σχετικά με ένα ζήτημα, σε Πλάτ.· λέγεται για το ένστικτο του σκύλου, λεπτός, οξύς, στον ίδ.· με σκωπτική σημασία, λέγεται για τους Σοφιστές που υπερανέλυαν, διύλιζαν τα πάντα, σε Ευρ. κ.λπ. II. 1. επίρρ., κομψῶς, κομψά, με λεπτότητα, με χάρη, με φινέτσα, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ. 2. κομψότερον ἔχειν, είμαι καλύτερα στην υγεία μου, σε Κ.Δ.