LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κομιστής"
- κομιστής, -οῦ, ὁ (κομίζω), I. αυτός που περιποιείται, που φροντίζει, σε Ευρ. II. οδηγός, φορέας, αγωγός, στον ίδ.