Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κομίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κομίζω, μέλ. κομιῶ, έπειτα κομίσω, αόρ. αʹ ἐκόμισα, Επικ. ἐκόμισσα ή κόμισσα, Δωρ. ἐκόμιξα· παρακ. κεκόμικαΜέσ., μέλ. κομιοῦμαι, Ιων. -ιεῦμαι· αόρ. αʹ ἐκομισάμην, Επικ. ἐκομισσ- ή κομισσ-Παθ., μέλ -ισθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκομίσθην, παρακ. κεκόμισμαι (συχνά με Μέσ. σημασία)· I. 1. φροντίζω, προσφέρω, παρέχω, επιμελούμαι, περιποιούμαι, σε Όμηρ.· καλοδέχομαι, ξενίζω, περιποιούμαι, σε Θουκ.· περισσότερο κοινώς στη Μέσ., σε Όμηρ. 2. λέγεται για πράγματα, ενδιαφέρομαι, παρακολουθώ, νοιάζομαι, υπολογίζω, στον ίδ. κ.λπ.· ἔξω κομίζειν πηλοῦ πόδα, κρατώ το πόδι μου έξω από τη λάσπη, σε Αισχύλ. II. 1. μεταφέρω ώστε να κρατήσω, μεταφέρω προς φύλαξη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· απλά, διασώζω, φυλάω, τινὰ ἐκ θανάτου, σε Πίνδ.· αλλά, νεκρὸν κ., μεταφέρω για ταφή, σε Σοφ., Ευρ. 2. κερδίζω σαν βραβείο ή λάφυρο, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.Μέσ., παίρνω για τον εαυτό μου, αποκτώ, κερδίζω, σε Σοφ. κ.λπ. 3. μεταφέρω, βαστάζω, μεταβιβάζω, διακομίζω, σε Όμηρ. κ.λπ.Παθ., μεταφέρομαι, ταξιδεύω στη θάλασσα ή στην ξηρά, σε Ηρόδ.· εἴσω κομίζου, είσελθε, μπες, σε Αισχύλ.· ομοίως στον μέλ. και Μέσ. αόρ. αʹ, κομιεύμεθα ἐς Σῖριν, σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. φέρνω σε κάποιο μέρος, εισάγω, εισφέρω, καρπὸν κ., κάνω τη συγκομιδή του σιταριού, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ., σε Σοφ.· και Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, τοὺς καρποὺς κεκόμισθε, έχετε θερίσει τους καρπούς, σε Δημ. 5. οδηγώ, συνοδεύω, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· κ. ναῦς, σε Θουκ. 6. επαναφέρω, επιστρέφω, σε Πίνδ., Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.Μέσ., επιστρέφω, ανακτώ, σε Ευρ., Θουκ.· κομίζεσθαι χρήματα, εξοφλώ χρέος, σε Δημ.Παθ., έρχομαι ή πηγαίνω πίσω, υποστρέφω, σε Ηρόδ., Αττ. 7. όπως το Λατ. affeco, χορηγώ, προσφέρω, παρέχω, σε Αισχύλ.