Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κομήτης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κομήτης, -ου, (κομάωI. 1. αυτός που έχει μακριά μαλλιά, μακρυμάλλης, παρά Ηρόδ., Αριστοφ. 2. μεταφ., ἰὸς κ., βέλος με φτερά, σε Σοφ.· λειμὼν κ., πράσινο λιβάδι, σε Ευρ. II. ως ουσ., κομήτης, σε Αριστ.