Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κολούω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κολούω, μέλ. -ούσω, αόρ. αʹ ἐκόλουσαΠαθ., αόρ. αʹ ἐκολούθην ή -ύσθην, παρακ. κεκόλουμαι· (κόλοςI. αποκόπτω, βραχύνω, κολοβώνω, σε Ηρόδ. II. μεταφ., αποκόπτω, απογοητεύω, πτοώ, τὸ μὲν τελέει, τὸ δὲ κολούει, εκτελεί ένα τμήμα ενώ αφήνει το άλλο μισοτελειωμένο, λέγεται για τις απειλές του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· μηδὲ τὰ δῶρα κολούετε, μην τα ελαττώνετε, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πρόσωπα, τὰ ὑπερέχοντα κ., καταρρίπτω, ταπεινώνω αυτούς που υπερυψώνονται, σε Ηρόδ.Παθ., συγκόπτομαι, βραχύνομαι, σμικρύνομαι, σε Αισχύλ.· ἐπειδὰν κολουθῶσι, όταν ταπεινωθούν, καταπέσουν, σε Θουκ.