Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κολοβός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κολοβός, -όν (κόλος1. κομμένος, περιορισμένος, με γεν. κολοβὸς κεράτων, Λατ. truncus pedum, σε Πλάτ.· κ. χειρῶν, σε Ανθ. 2. απόλ., ακρωτηριασμένος, ελλιπής, σε Ξεν.