LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κολλύριον"
- κολλύριον[ῡ], τό, I. υποκορ. του κολλύρα, πληθ. αλοιφή για τα μάτια, Λατ. collyrium. II. λεπτός πηλός, πάνω στον οποίο μπορεί να αποτυπωθεί σφραγίδα, σε Λουκ.