Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κολλάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κολλάω, μέλ. -ήσω (κόλλαI. 1. κολλώ, ενώνω, στερεώνω, σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. ενώνω το ένα μέταλλο με το άλλο, κ. χρυσὸν ἐλέφαντά τε, δηλ. φτιάχνω στέμμα διακοσμημένο με χρυσάφι και ελεφαντόδοντο, σε Πίνδ. II. γενικά, ενώνω, δένω στενά μεταξύ τους — Παθ., προσκολλώμαι σε, κεκόλληται πρὸς ἄτᾳ, είναι αναπόσπαστα συνδεμένο με τη δυστυχία, σε Αισχύλ.· ομοίως, λέγεται για πρόσωπα, κ. τινι, προσκολλώμαι σε κάποιον, σε Κ.Δ.· λέγεται και για πράγματα, ὁ κονιορτὸς ὁ κολληθείς τινι, στο ίδ. III. ενώνω μεταξύ τους, συναρμόζω, συνάπτω, χτίζω, σε Πίνδ.