LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κολακευτικός"
- κολᾰκευτικός, -ή, -όν, αυτός που αγαπάει την κολακεία, αυτός που έχει προδιάθεση στην κολακεία, σε Λουκ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη) = κολακεία, σε Πλάτ.